- ευήδονος
- εὐήδονος, -ον (ΑΜ)αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήδονος < ηδονή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐήδονος — attractive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)